σύαγρος

σύαγρος
ο уст. дикий кабин

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σύαγρος" в других словарях:

  • Σύαγρος — wild boar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — wild boar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] …   Dictionary of Greek

  • Συάγροις — Σύαγρος wild boar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγροις — σύαγρος wild boar masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρου — Σύαγρος wild boar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρου — σύαγρος wild boar masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρους — Σύαγρος wild boar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρους — σύαγρος wild boar masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συάγρων — Σύαγρος wild boar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συάγρων — σύαγρος wild boar masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»